- Παγώνδα
- Παγώνδᾱ , Παγώνδηςmasc nom/voc/acc dual (doric)Παγώνδᾱ , Παγώνδηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παγώνδας — Παγώνδᾱς , Παγώνδης masc acc pl (doric) Παγώνδᾱς , Παγώνδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγασικλής — Όνομαιστορικών προσώπων. 1. Α. ή Ηγησικλής, βασιλιάς της Σπάρτης, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Αρχίδαμο το 600 ή 590 π.Χ. και έκανε έναν ατυχή πόλεμο με τους Τεγεάτες. Στη συλλογή λακωνικών αποφθεγμάτων, που αποδίδεται στον Πλούταρχο, υπάρχουν… … Dictionary of Greek